-
1 μεταιρω
эол. πεδαίρω1) переносить, уносить(θεᾶς ἄγαλμα ἐκ βάθρων Eur.)
(ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας NT.)
3) похищать(νέους Eur.)
4) аннулировать, отменять(ψήφισμα Dem.)
-
2 μετ-αίρω
μετ-αίρω (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάϑρων ϑεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
μεταίρω — (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω) σηκώνω κάτι και τό μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ 2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο … Dictionary of Greek